- ἐξανέστραπται
- ἐξαναστρέφωturn upside downperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαναστρέφω — ἐξαναστρέφω (Α) αναποδογυρίζω, ανατρέπω, γκρεμίζω κάτι από τη θέση του («ἱδρύματα... ἐξανέστραπται βάθρων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek